ἀγωνίζομαι
Grec antic
modificaVerb
modificaἀγωνίζομαι (agōnízomai)
Derivats
modifica- ἀνταγωνίζομαι (antagōnízomai)
- διαγωνίζομαι (diagōnízomai)
- ἐξαγωνίζομαι (exagōnízomai)
- ἐναγωνίζομαι (enagōnízomai)
- ἐπαγωνίζομαι (epagōnízomai)
ἀγωνίζομαι (agōnízomai)